ἀναψύχω

ἀναψύχω
ἀναψύ̱χω , ἀναψύχω
cool
pres subj act 1st sg
ἀναψύ̱χω , ἀναψύχω
cool
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναψυχώ — ἀναψυχῶ ( όω) (Μ) 1. δίνω πάλι ψυχή, αναζωογονώ, ανασταίνω 2. μέσ. παίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι …   Dictionary of Greek

  • ἀναψυχῶ — ἀναψύχω cool aor subj pass 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναψύχω — (Α ἀναψύχω) Ι. ενεργ. 1. ψυχραίνω, δροσίζω 2. ανακουφίζω, ξεκουράζω 3. παρηγορώ, ενθαρρύνω, διασκεδάζω κάποιον 4. (για πλοία) αφήνω στην ξηρά να στεγνώσουν II. παθ. ανακουφίζομαι, αναζωογονούμαι, δροσίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αναψύχω — υξα, ύχτηκα, υγμένος, υποβάλλω κάτι σε νέα ψύξη: Οι κατεψυγμένες τροφές, αν αποψυχτούν, δεν πρέπει να αναψύχονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναψυγέντα — ἀναψύχω cool aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀναψύχω cool aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναψῦχον — ἀναψύχω cool pres part act masc voc sg ἀναψύχω cool pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέψυχεν — ἀναψύχω cool aor ind pass 3rd pl (epic) ἀνέψῡχεν , ἀναψύχω cool imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμψῦξαι — ἀναψύχω cool aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναψυγῆναι — ἀναψύχω cool aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναψυχῆναι — ἀναψύχω cool aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”